- θάμβος
- το (Α θάμβος, -εος, τό και θάμβος, ὁ)1. έκπληξη, κατάπληξη, ξάφνιασμα («και ἐγένετο θάμβος ἐπὶ πάντας», ΚΔ)2. φόβος που προέρχεται από τη θέα κάποιου καταπληκτικού πράγματος3. λαμπρότητα, μεγαλείο που προκαλεί κατάπληξη ή θαυμασμόνεοελλ.ιατρ. απότομη οπτική διαταραχή που προκαλείται από έντονο εκτυφλωτικό φως το οποίο κάνει τον προσβαλλόμενο ανίκανο να δειαρχ.1. αυτό που προκαλεί έκπληξη και θαυμασμό («ὁ γάρ κολοσσὸς θάμβος ἦν»)2. θαύμα.[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολογίας. Οπωσδήποτε η λ. συνδέεται με αρχ. παρακμ. τέθηπα (υπερσ. ετεθήπεα) < θ. ταφ- < *θαφ-, το οποίο απαντά μόνο στη μτχ. θεματ. αορ. ταφών «αυτός που θαμπώθηκε, που εξεπλάγη» — πρβλ. τρέφομαι (< *θρεφ·) -θρόμβος, στρέφω- στρόμβος. Η λ. συνδέθηκε, εξάλλου, με γοτθ. προστ. afdobn = φιμώθητι «σώπα», πράγμα που οδηγεί στην αναγωγή σε ρίζα *dhăbh- και στη σύνδεση με μσν. αγγλ. dabben «χτυπώ απαλά», νέο άνω γερμ. tappen κ.ά. Τέλος, υπετέθη ότι η λ. εμφανίζει τη συνεσταλμένη βαθμίδα *dhembh- (πρβλ. dumbs «βουβός, άφωνος» τής ΙΕ ρίζας *dhembh- από την οποία θα προήλθε αμάρτ. *θέμβος < ενεστ. *θέμβω και *θομβέω.ΠΑΡ. θαμβός, θαμβώνω (-ω)αρχ.θαμβαίνω, θαμβαλέος.ΣΥΝΘ. (Β' συνθετικό) αρχ. αθαμβής, μεγαθαμβής, περιθαμβής, πολυθαμβής].
Dictionary of Greek. 2013.